https://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=g7_iBqAaggY
Η Αντιγόνη της Τριανταφύλλη ξεφεύγει απ'αυτόν τον κίνδυνο οριακά. Πατά γερά στα πόδια της η παράσταση γιατί έχει καλούς συντελεστές. Τη μουσική της Μόνικα, το πιο δυνατό της χαρτί. Όταν συνοδεύει υπογραμμίζει, δημιουργεί ατμόσφαιρα. Όταν πρωταγωνιστεί -στην έναρξη και σαν ιντερμέδιο λίγο πριν η Αντιγόνη οδηγηθεί στον τάφο της- απ'όπου και το choral love του βίντεο. Τους πρωταγωνιστές της, το μουτρωμένο αγοροκόριτσο Λένα Παπαληγούρα που όλο και ωριμάζει, τη Λυδία Φωτοπούλου σε ρόλο τριπλό (χορός -Τειρεσίας- Ευριδίκη) μ'αυτό το χαρακτηριστικό λίκνισμα στη μέση της, τον Κρέοντα Λάζαρο Γεωργακόπουλο που άλλες στιγμές γελά σαρδόνια και θες να τον τραβήξεις σε βίντεο για να θυμάσαι πώς θα έπρεπε να ερμηνεύεται ο Κρέοντας κι άλλοτε εκφωνεί στακάτο τους στίχους του, λέξη προς λέξη, λες και πρόκειται για μαθητική παράσταση. Παπαδοπούλου, Σαπουντζής, Αυγουστίδης καλοί, κυρίως η πρώτη.
Λυρισμός. Έρχεται και φεύγει. Σαν τα συναισθήματα της Αντιγόνης.
Τη μια είναι κοριτσάκι, αγριοκάτσικο καλύτερα που τρέχει, με ορμή,
ενάντια στον τοίχο - εξουσία, την άλλη στιγμή είναι γυναίκα που θρηνεί τα
χαμένα νιάτα της, τον έρωτα που δε γνώρισε, το νυφικό κρεβάτι που δε θα αφήσει
άθιχτο.
Στην παράσταση της Νατάσα Τριανταφύλλη που έκανε
πρεμιέρα εχθές, 19 Ιουνίου, στο υπέροχο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη στην
Πειραιώς το λυρικό στοιχείο - η καταπληκτική μουσική της Μόνικα- βρίσκεται σε
μία ευτυχή αντίστιξη με τον μοντέρνο φωτισμό που σχεδίασε ο φωτιστής του Bob
Wilson, Scott Bolman. Τα επιμέρους ευρήματα πολλά.
Ξεχώρισα τον Κρέοντα να διαβάζει τις προγραμματικές του δηλώσεις από ένα
κομμάτι χαρτί - η εξουσία είναι αμήχανη στην αρχή, χρειάζεται την υπόμνηση μην
τυχόν και πει κάτι που δε γίνει αρεστό- , την αγκαλιά της Αντιγόνης στον θείο
της όταν εκφωνεί εκείνον τον περίφημο στίχο «οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν
ἔφυν». Κι ακόμα τη σκιά της Φωτοπούλου- Τειρεσία που μεγεθύνεται
πάνω στους τοίχους του μουσείου και παίρνει γιγάντιες διαστάσεις ενώ ο Κρέοντας
πίσω της παραμένει ανθρώπινος, μικρός, ελάχιστος. Κι ένα σωρό άλλα. Οι
σύγχρονοι σκηνοθέτες άλλοτε με επιτυχία κι άλλοτε όχι έχουν αποδυθεί σε έναν
αγώνα του πιο πρωτότυπου, του πιο ευφάνταστου, ενίοτε του πιο προκλητικού. Κι
εκεί αρχίζει το πρόβλημα. Ξεχνούν το κείμενο. Ξεχνούν να το μελετήσουν. Βλέπω
παραστάσεις με εξαιρετικά κουστούμια και σκηνικά, με στιγμιότυπα που αν τα
απομονώσεις θα έπρεπε να μιλάς το λιγότερο για αριστούργημα, που όμως τελικά δε
λειτουργούν. Χάνεται ο ιστός που διατρέχει το λόγο, χάνεται το κέντρο βάρους.
Τι θέλει να πει ο ποιητής;; .
Η Αντιγόνη της Τριανταφύλλη ξεφεύγει απ'αυτόν τον κίνδυνο οριακά. Πατά γερά στα πόδια της η παράσταση γιατί έχει καλούς συντελεστές. Τη μουσική της Μόνικα, το πιο δυνατό της χαρτί. Όταν συνοδεύει υπογραμμίζει, δημιουργεί ατμόσφαιρα. Όταν πρωταγωνιστεί -στην έναρξη και σαν ιντερμέδιο λίγο πριν η Αντιγόνη οδηγηθεί στον τάφο της- απ'όπου και το choral love του βίντεο. Τους πρωταγωνιστές της, το μουτρωμένο αγοροκόριτσο Λένα Παπαληγούρα που όλο και ωριμάζει, τη Λυδία Φωτοπούλου σε ρόλο τριπλό (χορός -Τειρεσίας- Ευριδίκη) μ'αυτό το χαρακτηριστικό λίκνισμα στη μέση της, τον Κρέοντα Λάζαρο Γεωργακόπουλο που άλλες στιγμές γελά σαρδόνια και θες να τον τραβήξεις σε βίντεο για να θυμάσαι πώς θα έπρεπε να ερμηνεύεται ο Κρέοντας κι άλλοτε εκφωνεί στακάτο τους στίχους του, λέξη προς λέξη, λες και πρόκειται για μαθητική παράσταση. Παπαδοπούλου, Σαπουντζής, Αυγουστίδης καλοί, κυρίως η πρώτη.
Αυτό για το οποίο, όμως, νομίζω ότι όλοι θα θυμόμαστε την παράσταση είναι η επιλογή να ανέβει στο αίθριο του μουσείου. Οι περσίδες της αρχιτεκτονικής κατασκευής αποδείχτηκαν απολύτως λειτουργικές ως σκηνικό, διευκόλυναν τους θεατές να παρακολουθούν την παράλληλη δράση στο εσωτερικό και bonus; αντικατόπτριζαν το φεγγάρι που διέγραφε τη δική του πορεία πίσω μας...