My music

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ

https://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=g7_iBqAaggY



Λυρισμός. Έρχεται και φεύγει. Σαν τα συναισθήματα της Αντιγόνης. Τη μια είναι κοριτσάκι, αγριοκάτσικο καλύτερα  που τρέχει, με ορμή, ενάντια στον τοίχο - εξουσία, την άλλη στιγμή είναι γυναίκα που θρηνεί τα χαμένα νιάτα της, τον έρωτα που δε γνώρισε, το νυφικό κρεβάτι που δε θα αφήσει άθιχτο.  
   Στην παράσταση της Νατάσα Τριανταφύλλη που έκανε πρεμιέρα εχθές, 19 Ιουνίου, στο υπέροχο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη στην Πειραιώς το λυρικό στοιχείο - η καταπληκτική μουσική της Μόνικα- βρίσκεται σε μία ευτυχή αντίστιξη με τον μοντέρνο φωτισμό που σχεδίασε ο φωτιστής του Bob Wilson, Scott Bolman.  Τα επιμέρους ευρήματα πολλά. Ξεχώρισα τον Κρέοντα να διαβάζει τις προγραμματικές του δηλώσεις από ένα κομμάτι χαρτί - η εξουσία είναι αμήχανη στην αρχή, χρειάζεται την υπόμνηση μην τυχόν και πει κάτι που δε γίνει αρεστό- , την αγκαλιά της Αντιγόνης στον θείο της όταν εκφωνεί εκείνον τον περίφημο στίχο  «οὔτοι συνέχθεινἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν». Κι ακόμα τη  σκιά της Φωτοπούλου- Τειρεσία  που μεγεθύνεται πάνω στους τοίχους του μουσείου και παίρνει γιγάντιες διαστάσεις ενώ ο Κρέοντας πίσω της παραμένει ανθρώπινος, μικρός, ελάχιστος. Κι ένα σωρό άλλα. Οι σύγχρονοι σκηνοθέτες άλλοτε με επιτυχία κι άλλοτε όχι έχουν αποδυθεί σε έναν αγώνα του πιο πρωτότυπου, του πιο ευφάνταστου, ενίοτε του πιο προκλητικού. Κι εκεί αρχίζει το πρόβλημα. Ξεχνούν το κείμενο. Ξεχνούν να το μελετήσουν. Βλέπω παραστάσεις με εξαιρετικά κουστούμια και σκηνικά, με στιγμιότυπα που αν τα απομονώσεις θα έπρεπε να μιλάς το λιγότερο για αριστούργημα, που όμως τελικά δε λειτουργούν. Χάνεται ο ιστός που διατρέχει το λόγο, χάνεται το κέντρο βάρους. Τι θέλει να πει ο ποιητής;; .

   Η Αντιγόνη της Τριανταφύλλη ξεφεύγει απ'αυτόν τον κίνδυνο οριακά. Πατά γερά στα πόδια της η παράσταση γιατί έχει καλούς συντελεστές. Τη μουσική της Μόνικα, το πιο δυνατό της χαρτί. Όταν συνοδεύει υπογραμμίζει, δημιουργεί ατμόσφαιρα. Όταν πρωταγωνιστεί -στην έναρξη και σαν ιντερμέδιο λίγο πριν η Αντιγόνη οδηγηθεί στον τάφο της- απ'όπου και το choral love του βίντεο. Τους πρωταγωνιστές της, το μουτρωμένο αγοροκόριτσο Λένα Παπαληγούρα που όλο και ωριμάζει, τη Λυδία Φωτοπούλου σε ρόλο τριπλό (χορός -Τειρεσίας- Ευριδίκη) μ'αυτό το χαρακτηριστικό λίκνισμα στη μέση της, τον Κρέοντα Λάζαρο Γεωργακόπουλο που άλλες στιγμές  γελά σαρδόνια και θες να τον τραβήξεις σε βίντεο για να θυμάσαι πώς θα έπρεπε να ερμηνεύεται ο Κρέοντας κι άλλοτε εκφωνεί στακάτο τους στίχους του, λέξη προς λέξη, λες και πρόκειται για μαθητική παράσταση. Παπαδοπούλου, Σαπουντζής, Αυγουστίδης καλοί, κυρίως η πρώτη. 
  Αυτό για το οποίο, όμως, νομίζω ότι όλοι θα θυμόμαστε την παράσταση είναι η επιλογή να ανέβει στο αίθριο του μουσείου. Οι περσίδες της αρχιτεκτονικής κατασκευής αποδείχτηκαν απολύτως λειτουργικές ως σκηνικό, διευκόλυναν τους θεατές να παρακολουθούν την παράλληλη δράση στο εσωτερικό και bonus; αντικατόπτριζαν το φεγγάρι που διέγραφε τη δική του πορεία πίσω μας...



Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Ζ του Βασίλη Βασιλικού στο Εθνικό Θέατρο

Πεινώ σημαίνει αρχίζω την ζωή απ´ την αρχή. Ζητώ ξανά να φάω. Θέλω ξανά δικαιοσύνη, ισότητα, ειρήνη. Ζ του Βασίλη Βασιλικού To βιβλίο δεν το είχα διαβάσει. Είχα διαβάσει όμως το "πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου" του Σκαμπαρδώνη, σκόρπιες πληροφορίες από δω κι από κει, ένα δύο άρθρα σε εφημερίδες..Είχα δει και την ταινία του Γαβρά..Πήγα επιφυλακτική στο Εθνικό, σκεφτόμουν, ακόμα μια ταινία που φέτος το χειμώνα γίνεται θεατρικό στην Αθήνα, έγινε μόδα κι αυτό..Κι όμως! Είμαι ακόμα βυθισμένη σε εκείνη τη μαγική εποχή του 1963 και περπατώ στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, ακούω τις φωνές του πλήθους, βλέπω το Γιάγκο και το Βάγγο με το τρίκυκλο τους να με προσπερνούν κι όλους τους φτωχοδιάβολους της πόλης να στέκονται απέναντι μου ολοζώντανοι. Η Έφη Θεοδώρου πέτυχε τις δύσοσμες αναθυμιάσεις από τα γεγονότα της εποχής να τις μετουσιώσει σε μια εξαιρετική παράσταση, συνεπικουρούμενη από τους εξαιρετικούς ηθοποιούς της. Μπράβο!

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012


ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ ΜΕ ΔΑΜΑΣΚΗΝΑ!

4 φιλέτα κοτόπουλου

100 γρ. ξερά δαμάσκηνα

1 κουταλιά του γλυκού μουστάρδα

½ κουταλιά του γλυκού ξύσμα λεμονιού

½ κουταλιά του γλυκού ξύσμα πορτοκαλιού

1 κούπα χυμό πορτοκαλιού

1 κρεμμύδι ψιλοκομμένο

1 ποτήρι του κρασιού μηλίτης

Αλάτι, πιπέρι, ελαιόλαδο



Εκτέλεση

Περιχύνουμε τα φιλέτα κοτόπουλου με το μείγμα από τον χυμό πορτοκαλιού, το ξύσμα λεμονιού και πορτοκαλιού και την μουστάρδα. Τα αφήνουμε να μαριναριστούν για 4 περίπου ώρες.

Στη συνέχεια αφαιρούμε το κοτόπουλο και κρατάμε την μαρινάδα αφού προηγουμένως την έχουμε σουρώσει. Σε τηγάνι με δυνατή φωτιά προσθέτουμε το ελαιόλαδο και σοτάρουμε τα φιλέτα κοτόπουλου. Προσθέτουμε το κρεμμύδι, τα δαμάσκηνα και τα αφήνουμε να ροδίσουν ελαφρά. Ρίχνουμε τον μηλίτη, τη μαρινάδα, αλάτι και πιπέρι και αφήνουμε να πάρουν μια βράση.

Τέλος, ρίχνουμε τα υλικά σε ένα ταψί και το βάζουμε στον φούρνο στους 180 βαθμούς για 40 περίπου λεπτά.

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

MELANCHOLIA


Βάγκνερ, Βισκόντι, γερμανικός ρομαντισμός, νούφαρα, λίμνες και η Kirsten Dunst πανέμορφη μέσα στο λευκό νυφικό της; τί δουλειά έχουν όλα αυτά σε μία ταινία καταστροφής όπου ο η γη απειλείται από μετωπική σύγκρουση με τον πλανήτη Melancholia. Στο σύμπαν του -κατά δική του δήλωση- καταθλιπτικού όσο και προβοκάτορα Lars von Trier όλα ειναι δυνατά. Όλα; στις φετινές Κάννες η πλειοψηφία των κριτικών τον απόδοκίμασε όχι όμως για τις μαγευτικές εικόνες της ταινίας του ούτε για τη σκηνοθετική του γραμμή (άλλωστε το αποδεινύει και το α΄ βραβείο γυναικείου ρόλου στη Charlotte Gainsbourg, της πρωταγωνιστριας και της αμέσως προηγούμενης ταινίας του, Antichrist. ) Κάτι τα ατυχή σχόλια του σκηνοθέτη για τη σκηνοθέτιδα Sussane Bier, κάτι οι αντισημιτικές του δηλώσεις και τα κρεσέντα αποθέωσης του Χίτλερ ήταν αρκετά για να ξεσηκώσουν θύελλα αντιδράσεων στους pollitically correct κριτικούς και λοιπούς θιασώτες της Κρουαζέτ.
Δικαίως ή αδίκως, γεγονός είναι πάντως ότι τα "περί " Trier απέσπασαν την προσοχή από αυτή καθαυτή την ταινία. Ο ίδιος αναφερόμενος σ'αυτην δήλωσε "maybe its crap"!! Με τίτλο που παραπέμπει στο βασικό συναίσθημα που τον κατατρύχει τα τελευταία χρόνια, το "Melancholia" μοιάζει εξ ορισμού βουτηγμένο μέχρι τα βαθιά στο συναισθηματισμό και στην απογνωση. Το θέμα; πολιτογραφημένο τυπικά ως "γυναικείο" καταπιάνεται με την ιστοριά δυο αδελφών, της εύθραστης Τζαστίν (Kirsten Dunst) και της δυναμικής Κλερ ( Charlotte Gainsburg) και τα όσα διαδραματίζονται την ημέρα του γάμου της πρώτης ενώ παραλληλα ενας πλανήτης, ομώνυμος με τον τίτλο της ταινίας, κατευθύνεται απειλητικά προς τη γη. Δεν είναι δύσκολο στο θεατή να αντιληφθεί πως η μεταφορά αφορά στη σχέση των δυο γυναικών, πίσω από την φαινομενική αρμονία της οποίας κρύβονται ανομολόγητα μυστικά, ικανά να δυναμιτίσουν την επισφαλή ισορροπία της. Trier με σφραγίδα που για μια ακόμα φορά αφήνει τον πεσιμισμό και τη μελαγχολία (sic) του να δώσει τον κυριαρχο τόνο ενώ η προοπτική του επικειμενου τέλους -μεταφορικού και μη- διατρέχει κάθε λεπτό της ταινίας και υπερτονίζεται με τη δραματική υπερβολή των συγχορδιών του Βάγκνερ.
Προσωπικά λατρεύω αυτή την κλειστοφοβική αισθηση των ταινιών του Trier, λατρεύω την επιτήδευση των εικόνων του, λατρεύω τη θεατρικότητα και τους slow motion ρυθμούς του. Στο "Melancholia" όλα αυτά θα τα βρείτε. Ξεχαστε τη φασαρία και το θόρυβο που στήνει γύρω από το πρόσωπο του και απολαύστε εναν βιρτουόζο σκηνοθέτη που ακόμα κι όταν καταπιάνεται με θεματα τυπικά "βαρετά" τουλάχιστον το κάνει με στυλ!
Μαζί με τις Dunst και Gainsburg πρωταγωνιστούν η Charlotte Rampling και ο Κiefer Sutherland.
Ki ενα μικτό tip: η εικόνα της Kirsten Dunst με το μπουκέτο (και εδώ σταματούν οι πληροφορίες) είναι εμπνευσμένη από εναν πίνακα του 1852, την Οphelia του John Millais.

Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Ρώμος Φιλύρας - "Η Ζωή μου είς το Δρομοκαϊτιον"


Ο διπλανός μου είναι ένας άνθρωπος που ταξιδεύει. Προτού πλαγιάσουμε στο θάλαμο για να κοιμηθούμε, βγάνει από τις τσέπες του ένα σωρό παλιόχαρτα και ατελείωτα κουβάρια σπάγγους, πακετάρει μεθοδικά το κρεβάτι του, τα ρούχα, τα παπούτσια του και μας λέει αντί για καληνύχτα «καλή αντάμωση». Ταξιδεύει, πάει στη Λειψία, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στην Αίγυπτο, Ινδίες, Μαρόκο... Επιτρέπεται ο πρώτος τυχών νοσοκομάκος με ένα σκούντημα να ξυπνάει και να ξαναφέρνει πάλι πίσω στο Δρομοκαΐτειο τον άνθρωπο που του δόθηκε με λίγα παλιόχορτα και κάτι σπάγγους να ταξιδεύει σαν το πουλί, να κάνει κάθε νύχτα κι από ένα θείο ταξίδι; Μια φορά που τον εξύπνησεν απότομα ο νοσοκόμος, του φώναξε απελπισμένα: -¶σε με, για το Θεό, χάνω το τρένο!
Είναι σύστημα αυτό, είναι κούρα αυτή, να παίρνουν τη μόνη ευτυχία που απομένει στον τρελό; Τον γιατρεύουμε, μας λένε. Μπράβο! Κι όταν γίνει καλά, θα ξανακάνει ποτέ του ταξίδι με ένα κομμάτι σπάγγο; Ζήτω η τρέλα! Εγώ ο Ρώμος το φωνάζω.
...................................................................................

Η ίδια ώρα χτυπά και για τρελούς και για γνωστικούς.
..............................................................................
Και γιατί ξαγρυπνούν γύρω μας οι νοσοκόμοι; Μοιάζει σαν ειρωνεία, σαν το «φύλακες γρηγορείτε» των φυλακών. Γρηγορείτε μην τύχει και σας φύγει κανείς! Μην τύχει και χάσουν την παρτίδα του παιχνιδιού έξω, σ΄αυτόν τον παράλογο κόσμο. Τι λόγος! Μήπως επρόκειτο ποτέ να κερδίσουμε;...............Εδώ αγαπούμε-αλλίμονο- πιότερο τη ζωή. Γιατί τη χάνουμε και την ξαναβρίσκουμε τυχαία.
..................................................................................
Η ώρα της πρωινής επισκέψεως των γιατρών- τι παράλογη κι ανώφελη φασαρία. Δεν καταλαβαίνω την επιμονή τους να θέλουν καλά και σώνει να μας γιατρέψουν. Να μας γιατρέψουν! Πρώτον, που δεν είναι τόσο εύκολο. Κι έπειτα, είναι απαραίτητο;......
Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από τη λογική. Από τη λογική κι από τη μνήμη που μου απέμεινε, να μην ξαναθυμάμαι τον άμετρο πόθο της ζωής. Να, ελάτε σε μένα, λευκοφόροι ψυχίατροι. Σκύφτε επάνω μου: γιατί εγώ θυμάμαι. Σ΄αυτόν το θάλαμο κανείς άλλος δε θυμάται πιά εκτός από μένα!
...................................................................................

Κάνω γκάφες τη μιά πάνω στην άλλη!Ρωτώ συνέχεια- ο αφελής- τα υπέροχα πρόσωπα της κοινωνίας των τρελών και δεν μπορώ να κρατήσω τα γέλια. Ο Θεός, ο τα πάντα επισκοπών, με βλέπει από το θρόνο του- έναν παλιοτενεκέ του πετρελαίου- και μου κάνει νεύμα να πλησιάσω.
–¶κουσε να σου πω, μου λέει αγέρωχος κι οργίλος...Πρέπει να μάθεις να φέρεσαι.Σου δίνω δυό μέρες καιρό.
-Τι πρέπει, αν επιτρέπει η παντοδυναμία σου, να κάνω σε δυό μέρες;
-Να μη μας περνάς για τρελούς!

Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

CARLOS



Στα 165 ΄ που διαρκεί το “Carlos” δεν ακούγεται ούτε μία φορά το προσωνύμιο “The Jackal” με το οποίο έμεινε στην ιστορία ο διαβόητος τρομοκράτης από τη Βενεζουέλα, Ιlich Ramirez Sanchez, η μυθιστορηματική βιογραφία του οποίου (ήδη στους τίτλους αρχής η παραγωγή κρατάει τις απόστάσεις της από την αντικειμενική και ακριβή καταγραφή των γεγονότων) αποτελεί και το κεντρικό θέμα της ομώνυμης ταινίας. Γιατί; Ίσως γιατί θα ήταν οξύμωρο να χρησιμοποιηθεί η ονομασία “τσακάλι” για τον άνθρωπο που ενώ απέκτησε μυθικές διαστάσεις στις δεκαετίες του '70 και ΄80 σήμερα μαραζώνει σε μια φυλακή της Γαλλίας (από όπου μάλιστα παρακολούθησε, όπως λέγεται, το φιλμ). Ίσως πάλι γιατί αν κάτι προσπαθεί να κάνει περισσοτερο από καθετι άλλο η ταινία είναι να ανατρέψει τη σχεδόν ρομαντική εικόνα του ιδεαλιστή ήρωα και να δείξει έναν άντρα που, ναι, ήταν ιδιαίτερα εξυπνος (τσακάλι!) αλλά ταυτόχρονα -ή και ακριβώς γιαυτό- ήταν και αλαζόνας, μυωπικός, οπουρτουνιστής, απίστευτα σκληρός.
Ο φακός του Οlivier Assayas παρακολουθεί τη σταδιακή μύηση του επαναστάτη στις τρομοκρατικές ομάδες της Ευρώπης που κατευθύνονταν από τα πανίσχυρα κέντρα λήψης των αποφάσεων στη Μέση Ανατολή ( είναι σχεδόν τραγική ειρωνεία να αναφέρεται π.χ. ο Σαντάμ Χουσεϊν ως ανερχόμενος ηγέτης στο Ιρακ) και εν συνεχεία στην ανάληψη εκ μέρους του αρχηγικού ρόλου καθώς ιδρύει μια παγκόσμια επαναστική οργάνωση και επιτίθεται στα κεντρικά γραφεία του ΟΠΕΚ, το 1975. Καταζητούμενος για πολλά χρόνια, καταφέρνει να ελιχθεί στους κόλπους των πολιτικών συμφερόντων της ψυχροπολεμικής διεθνούς σκηνής μέχρι και το 1994 οπότε και συνελήφθη στο Χαρτούμ από τη γαλλική αστυνομία. Στην εικοσαετία της ιδιαίτερα ενεργού δράσης του είναι παρών σε πάμπολλες ανατρεπτικές ενέργειες, είναι αλληλέγγυος με ομάδες όπως ο ιαπωνικός κόκκινος στρατός ή οι χιλιανοί επαναστάτες, είναι -για να μην μακρηγορούμε- η φυσιογνωμία που ταυτίστηκε με τον ακροαριστερό ακτιβισμό μιας ολόκληρης εποχής.
Και ενώ στο πρόσωπο του οι εφημερίδες και τα μέσα της εν λόγω εποχής ανακάλυψαν έναν μύθο ή με σημερινούς όρους έναν σταρ του οποίου η τόλμη αλλά και η αδυναμία στο ωραίο φύλο ήταν αρκετές και με το παραπάνω για να τον συντηρήσουν, το ζήτημα είναι αν παρόμοιο στόχο έχει και η ταινία. Να αναβιώσει δλδ το μύθο του Carlos, και να τον αποθεώσει ή να τον δαιμονοποιήσει αναλόγως. Όπως προαναφέρθηκε, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να είναι αντικειμενικός, κρατά αποστάσεις, δειχνει τις πράξεις του ήρωα χωρίς να μιλά γιαυτές (π.χ. η σκηνή της ομηρίας των υπουργών του ΟΠΕΚ όπου συμβιβάζεται τελικά δεχόμενος χρηματικά ανταλλάγματα παρακούοντας τις άνωθεν εντολές). Ωστόσο , και παρόλο που επιλέγει τον χαρισματικό Εdgar Ramirez για το ρόλο του Carlos, έναν ηθοποιό που μαγνητίζει το βλέμμα του θεατή, και εύκολα κερδίζει τις εντυπώσεις, προσωπικά τείνω να πιστεύω πως ο Αssayas, ενδεχομένως και ασύνείδητα εφόσον επικαλείται την ουδετερότητα της προσέγγισης του, εν τέλει αποκαθηλώνει το μύθο του επαναστάτη. Τον κινηματογραφεί να αυτοθαυμάζεται γυμνός στον καθρέφτη για να υποδηλώσει τον ναρκισσισμό του. Τον παρουσιάζει να πεφτει θύμα των ίδιων των αντιφάσεων του και τον βάζει να στέκεται στην πλευρά εκείνων που θα εξυπηρετήσουν καλύτερα τους σκοπούς του άρα τον δείχνει ως εναν πολιτικό οπορτουνιστή. Σε έναν κόσμο δολοπλοκιών και αντικρουόμενων συμφερόντων αρνείται να γίνει “μάρτυρας”, ακολουθεί αυτό που του υπαγορεύει η όποια συνείδηση του.
Σε καμία περίπτωση παντως δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι ο σκηνοθέτης αποκαθηλώνει τον πρωταγωνιστή του για να εξυπηρετήσει ή να προπαγανδίσει δικές του πολιτικές ιδεολογίες. Περισσότερο, προσπαθεί να δείξει τις ανθρώπινες αδυναμίες που ενυπάρχουν ακόμα και στον πιο φανατικό και ακούραστο επαναστάτη, τις αδυναμίες εν τέλει της τρομοκρατίας ως μέσου για την επίτευξη πολιτικών - και όχι μόνο- φύσεως στόχων. Εν κατακλείδει, ο Carlos ήταν τσακάλι, τσακάλι που έδρασε όμως σε έναν κόσμο λύκων, ύψωσε το ανάστημα του ανάμεσα τους, δεν κατάφερε όμως να αποφύγει τους τρόπους τους.
Να σημειωθεί ότι η ταινία που θα δούμε στην Ελλάδα αποτελεί πύκνωση μιας μίνι σειράς 300' περιπου λεπτών. Σίγουρα πολλές λεπτές αποχρώσεις του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα χάθηκαν στη σύνοψη (εδώ θα δούμε 165') οπότε αν σας ενδιαφέρει να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα ψάξτε τη version της σειράς που κυκλοφορεί ήδη σε dvd (και έχει κερδίσει μάλιστα) και τη χρυσή σφαίρα 2010.

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

HANNA


ΗΑΝΝΑ

Μια teenager εκδοχή της νύφης στο Kill Bill; Ή μήπως η Leeloo από το Fifth Element;
Τίποτα από τα δύο και κυρίως τίποτα από όσα έχουμε δει μέχρι τώρα. Παρόλο που γυναικείες παρουσίες “έχουν εισβάλει” τα τελευταία χρόνια στις ταινίες δράσης, διεκδικώντας ενα μεγάλο μερίδιο του κινηματογραφικού είδους, η νεαρή Saoirse Ronan πλάθει την πιο πρωτότυπη “δολοφόνο” που έχουμε δει....αέρινη, ευθραστη, απόκοσμη και την ίδια στιγμή ανελέητη, απόλυτα ακριβής στις κινήσεις της, εκπαιδευμένη να σκοτώνει χωρίς διασταγμό. Απογειώνει την ταινία και αποτελεί φυσικά τέλεια επιλογή για τον σκηνοθέτη Joe Wright (Atonement, Pride and Prejudice, The Soloist) - αν και οι φήμες λένε ότι η Ronan ήταν αυτή που διάλεξε τον Wright αφού στην καρέκλα του σκηνοθέτη επρόκειτο αρχικά να καθίσει ο Danny Boyle και στη συνέχεια ο Alfonso Cuaron.
Aν όμως , όπως υπονοήθηκε η νεαρή πρωταγωνίστρια είναι το μεγάλο ατού της ταινίας, το σενάριο που υπογράφουν ο Seth Lockhead και ο David Farr παρόλο που έχει ως αφετηρία μια πολύ ενδιαφέρουσα, πρωτότυπη ιδέα, σε μια δεύτερη ανάγνωση αφήνει πολλά κενά. Η όλη ιστορία ξεκινά με μια καταπληκτική εικόνα μέσα στο χιόνι. Η Hanna, της οποίας το ονομα μαθαίνουμε στη συνέχεια, εχει μόλις πυροβολήσει ενα ελάφι χωρίς όμως να το έχει πετύχει στην καρδιά. Είναι μια ακόμα άσκηση στα πλαίσια της αυστηρής, σπαρτιατικής εκπαιδευσης που λαμβάνει από τον πατέρα της (Eric Bana) με τον οποίο ζουν απομονωμένοι κάπου στο...πουθενά. Σε όλη της την ζωή δεν έχει επαφή με κανέναν άλλο, ούτε με οτιδήποτε συνιστά πολιτισμό. Εχει ανατραφεί σαν μια πολεμική μηχανή που ξερει μόνο να σκοτώνει αλλά και να προστατεύεται..Να προστατεύεται από την απειλή που σταδιακά μαθαινουμε πως ακούει στο όνομα Μαρίσα (μια στυλιζαρισμένη Cate Blanchett), δλδ μια ψυχρή πράκτορα της CIA που κάποτε δουλευε με τον πατέρα της Hanna, αλλά η αποστολή τους απέτυχε. Η μικρή κάποια στιγμή βγαίνει στον κόσμο -κυριολεκτικά και μεταφορικά- και κάπου εκεί αρχίζουν και τα σεναριακά προβλήματα καθώς προκύπτουν ενα σωρό ερωτηματικά σχετικά με τα κίνητρα των ηρώων και όλα αυτά που τους ωθούν σε ενα ανελέητο κυνήγι αλληλοεξόντωσης (η Hanna με τον πατέρα της από τη μία, η Marissa με την “ομάδα” της από την άλλη αν και κυρίως προκειται για one woman show). Καποιες απαντήσεις θα παρουμε προς το τέλος της ταινίας, όταν όμως καμία από αυτές δε θα έχει σημασία γιατί θα έχουμε ήδη κατευχαριστηθεί κάθε ξεχωριστό λεπτό της.
Και το κάθε λεπτό σημαίνει μια σειρά από διαδοχικές σκηνές δράσης, χορογραφημένες και μονταρισμένες στην εντέλεια (στη δυναμική τους συμβάλλουν σημαντικά τα αιχμηρά beats και οι ατμοσφαιρικές ενορχηστρώσεις σε ενα καταιγιστικό soundtrack των Chemical Brothers), οι οποίες διακόπτονται ευχάριστα για να παρακολουθήσουμε τα στάδια προσαρμογής της Hanna καθώς γνωρίζεται με τον πολιτισμό...γιατί άλλο η εκπαιδευση και η θεωρία και άλλο η πραγματικότητα για ένα κοριτσι που θαμπώνεται ακόμα και από το πως αναβοσβήνει ο διακόπτης ρεύματος.
Η Cate Blanchett στο ρόλο της πρακτορα Marissa είναι όσο “στεγνή”, αδιστακτη και ψυχρή προστάζει ο ρόλος της (με την επιφύλαξη όμως που προαναφέρθηκε, πως δεν ξεκαθαρίζονται δλδ τα κίνητρα της εμμονικής συμπεριφοράς της) ο δε Eric Bana περνά σχεδόν απαρατήρητος (με εξαιρεση τη σκηνή που βγαίνει ημιγυμνος μέσα από τη θάλασσα, σκηνή που, χμ, δύσκολα περνά απαρατήρητη!!)
Και κάτι τελευταίο...ήδη από την αρχική εμβληματική σκηνή είχα την αίσθηση ότι ο Wright θέλει να δώσει μια αισθηση σκοτεινού παραμυθιού στην ταινία του...οι αναφορές στα παραμύθια των αδελφών Γκριμ αργότερα ενίσχυσαν αυτή την εντύπωση μου. Δεν παραξενευτηκα λοιπόν καθόλου όταν το δελτίο τύπου της ταινίας αναφέρεται στην Blanchett σαν την κακιά μάγισσα που κυνηγάει τον Χανσελ και την Γκρέτελ ή όταν η Ronan δήλωσε σε συνεντευξη της πως προσέγγισε το ρόλο της σαν το κορίτσι στο παραμύθι που αντικρύζει για πρώτη φορά τον τρομακτικό αλλά και γοητευτικό ταυτόχρονα “έξω” κόσμο....